- τευχήρης
- -ῆρες, Αένοπλος, οπλισμένος, εξοπλισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + -ήρης* (Ι), πρβλ. χαλκ-ήρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek